Αναλύσεις

Βελούδινα κέρδη: Η συμπεριφορά των κυπριακών τραπεζών στην αύξηση των επιτοκίων - Ποιος κερδίζει και ποιος χάνει;

Στην Κύπρο, από το 2008 που ενταχθήκαμε στην Ευρωζώνη, φαίνεται ότι δεν ακολουθούμε στο 100% τις πολιτικές κατευθύνσεις που μας δίνει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ως προς τη νομισματική της πολιτική

Επέλεξα προσεκτικά τον τίτλο για να καταδείξω την έννοια των «πολυτελών κερδών» για κάποιους, μέσα σε ένα κλίμα οικονομικής αστάθειας λόγω ακρίβειας και πληθωρισμού που στερεύει τις τσέπες των πολιτών και προφανώς φουσκώνει τις τσέπες των τραπεζιτών. Οι τραπεζίτες γι' ακόμα μια φορά δεν αναλαμβάνουν καθόλου μερίδιο από το βάρος που καλείται να αναλάβει η κοινωνία, αφού αυτά τα «πολυτελή κέρδη», τα βελούδινα, προκύπτουν από την ασυδοσία των τραπεζών στην αύξηση των δανειστικών επιτοκίων και τη διατήρηση χαμηλών καταθετικών επιτοκίων, ανοίγοντας έτσι το παράθυρο σε αισχροκέρδεια.

Στην Κύπρο, από το 2008 που ενταχθήκαμε στην Ευρωζώνη, φαίνεται ότι δεν ακολουθούμε στο 100% τις πολιτικές κατευθύνσεις που μας δίνει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ως προς τη νομισματική της πολιτική. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η μείωση των επιτοκίων πράξεων της κύριας αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας από το 2009 και που σταδιακά μέχρι το 2016 έφτασαν στο 0% και έπρεπε να εφαρμοστούν σε όσα δάνεια είχαν δοθεί πριν από το 2008 αλλά και σε όσα δάνεια χρηματοδοτούνταν από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μετέπειτα, αλλά δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Αντιθέτως, λόγω της μείωσης των επιτοκίων της ΕΚΤ, και των επιτοκίων των χρηματαγορών που ακολουθούσαν την ίδια πορεία, οι τράπεζες αύξησαν μονομερώς και οριζοντίως τα επιτόκια περιθωρίου, ωσάν να ήταν όλοι οι δανειολήπτες στο ίδιο επίπεδο ρίσκου. Αυτή η μη συμμόρφωση με την πολιτική της ΕΚΤ οδήγησε σε διόγκωση των εν λόγω δανείων λόγω παράνομων επιτοκίων και μέσα στο κούρεμα των καταθέσεων του 2013, λόγω περιορισμένης ρευστότητας στην οικονομία και μειώσεων στους μισθούς, οδήγησαν στη δημιουργία των μη-εξυπηρετούμενων δανείων και των συνεπακόλουθων κινδύνων που αντιμετωπίζουμε ως οικονομία και ως κοινωνία.

Σήμερα, που η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αποφάσισε να αυξήσει τα επιτόκια για να αντιμετωπίσει τον υψηλό πληθωρισμό και την αύξηση στις τιμές, και ο σκοπός αυτής της πολιτικής ήταν να συγκρατηθεί η κυκλοφορία του χρήματος στην αγορά και να περιοριστεί η ρευστότητα ώστε να οδηγηθεί στο επιθυμητό αποτέλεσμα, οι κυπριακές τράπεζες συμμορφώθηκαν κατά το ήμισυ και πάλι. Αύξησαν μεν τα δανειστικά επιτόκια, σε όσα δάνεια είχαν κόστος χρηματοδότησης από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αλλά παράλληλα βρήκαν ευκαιρία, αφού δεν υπάρχει ικανή εποπτεία από πλευράς του Κεντρικού Τραπεζίτη, να διατηρήσουν χαμηλά τα καταθετικά επιτόκια και κατ’ επέκτασιν να δημιουργήσουν υπερκέρδη.

Είναι φανερό ότι γι' ακόμα μια φορά ο χαμένος της υπόθεσης είναι η κοινωνία, τόσο από πλευράς καταθετών όσο και από πλευράς δανειοληπτών, αφού αυτές οι ομάδες του πληθυσμού, βλέπουν οι μεν το εισόδημά τους να μην αυξάνεται όσο θα έπρεπε και οι δε το βλέπουν να μειώνεται σημαντικά και κατακόρυφα. Το επίσης λυπηρό είναι ότι η Κύπρος διατηρεί από τα πιο χαμηλά καταθετικά επιτόκια στην Ευρωζώνη, που σήμερα αγγίζουν το 2,26%, ενώ η Γαλλία διατηρεί ένα από τα υψηλότερα καταθετικά επιτόκια που φτάνει το 4%. Φανταστείτε ότι δίνουν στους Κύπριους καταθέτες το επιτόκιο των 2,26%, ενώ η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τους πληρώνει 4,5%, άρα ο Κύπριος καταθέτης χάνει κατά το μέγιστο τους μισούς τόκους που έπρεπε να εισπράττει ήδη.

Είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσει η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου τον εποπτικό της ρόλο μέσα σε όλην αυτήν την κατάσταση που έχει να αντιμετωπίσει η αγορά. Άλλωστε η πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών τον Δεκέμβρη του 2023 καταδεικνύει σοβαρές αδυναμίες ως προς την άσκηση εποπτείας στα θέματα μεταχείρισης των δανειοληπτών, αξιολογώντας τις προσεγγίσεις στη συμπεριφορά της κυπριακής αρμόδιας Αρχής στον τομέα αυτό καθώς και την ανεπάρκεια ελέγχου στην αναγνώριση των κινδύνων που αντιμετωπίζουν οι δανειολήπτες. Πέρα, όμως, από τους δανειολήπτες είναι και οι καταθέτες, που φαίνεται ότι δεν έχουν τρόπο άσκησης πίεσης στο να λαμβάνουν δικαίως αυτό που τους αναλογεί, που δεν είναι άλλο από το σωστό καταθετικό επιτόκιο.

Χρειάζεται να διασφαλιστούν μέτρα εποπτείας που θα αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις για τους καταναλωτές – δανειολήπτες και καταθέτες- πριν αυτές οι επιπτώσεις υλοποιηθούν, αφού αφήνονται έρμαια σε καταχρηστική συμπεριφορά από πλευράς των τραπεζών είτε σε θέμα επιτοκιακής πολιτικής χωρίς διαφάνεια είτε σε θέμα τραπεζικών χρεώσεων που θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν επιεικώς απαράδεκτες είτε γιατί διατηρούν διά νόμου ακόμα και έναν απλό χρεωστικό λογαριασμό. Κάπου πρέπει να μπει μια γραμμή, ένα τέλος και να περιοριστούν αυτές οι συμπεριφορές. Βέβαια θα πρέπει επίσης εκεί που διαφαίνεται εξόφθαλμη αισχροκέρδεια να επεμβαίνει το Κράτος με το να φορολογήσει για παράδειγμα τα κέρδη που προκύπτουν, όχι από την καθημερινή δραστηριότητα των τραπεζών, αλλά από τις συγκυρίες και την κατάχρηση του συστήματος από τις τράπεζες.

Οι τραπεζικές πρακτικές στην Κύπρο και η μη εποπτεία της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου θα πρέπει να γίνονται αναφορά στα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για να διασφαλίζεται η ορθή λειτουργία της αγοράς και να λαμβάνονται διορθωτικά μέτρα εκεί που χρειάζεται για την προστασία της κοινωνίας και των καταναλωτών.

*Οικονομολόγος, πρώην Βουλευτής και νυν υποψήφια Ευρωβουλευτής