Ανθρώπινες Ιστορίες

Στυλιανός Λένας: Ο Ψαρός και ο Γίγαντας της ΕΟΚΑ

Συγκλονιστικές μαρτυρίες από την προδοσία και τη θυσία του ήρωα

Όταν οι Βρετανοί απελευθέρωναν τον Μακάριο και τους τρεις συνεξόριστούς του, Μητροπολίτη Κυρηνείας Κυπριανό, Παπασταύρο Παπαγαθαγγέλου και Πολύκαρπο Ιωαννίδη, στο στρατιωτικό νοσοκομείο Ακρωτηρίου άφηνε την τελευταία του πνοή ο «Κρουπ» της ΕΟΚΑ, Στυλιανός Χριστοφή Λένας. Ο νεαρός σκληροτράχηλος υποτομεάρχης, που είχε τραυματιστεί από ενεδρεύοντες Βρετανούς στρατιώτες έξω από το χωριό Ποταμίτισσα, στις 17 Φλεβάρη 1957.

Για την προσφορά του στον Απελευθερωτικό Αγώνα γράφτηκαν πολλά και λέχθηκαν πολύ περισσότερα. Όσοι μίλησαν ή έγραψαν για τον Λένα πλέκουν το εγκώμιό του και τον κατατάσσουν στους κορυφαίους ήρωες της ΕΟΚΑ. Και ήταν πράγματι. Τον χαρακτήρισαν χαλκέντερο, ακαταμάχητο, ακούραστο, παράτολμο, γενναίο, δραστήριο, θεοφοβούμενο, τιμιότατο, συνεπή, ανεξίκακο και πάνω απ’ όλα πατριδολάτρη κι ενσυνείδητο αγωνιστή. Δυο χαρακτηριστικά στιγμιότυπα της ζωής του αντικατοπτρίζουν τον χαρακτήρα του. Το ένα, όπως το απαθανάτισε ο αγωνιστής Χριστόδουλος Παπαχρυσοστόμου, στενός συνεργάτης του Αρχηγού της ΕΟΚΑ, ήταν η περίπτωση της άρνησής του να εκτελέσει τον αστυνομικό πράκτορα των Άγγλων, Ηρόδοτο Πουλλή, που εκτελέστηκε μετά από τους αγωνιστές Αντρέα Παναγιώτου - Κιαττίπη και Γιώργο Παλαιολόγο. Στην επιχείρηση εκείνη συμμετείχε κι ο Μιχαλάκης Καραολής, που, αν και δεν ήταν ο εκτελεστής, καταδικάστηκε σε θάνατο κι οδηγήθηκε στην αγχόνη. Το άλλο ήταν η έκκληση στην Παναγία να φυλάξει τους συναγωνιστές του, όταν κρίσιμα τραυματισμένος σφάδαζε από τους πόνους στη βουνοπλαγιά της Ποταμίτισσας.

Γράφει ο Χρ. Παπαχρυσοστόμου για το περιστατικό αυτό και τον χαρακτήρα του Λένα γενικότερα: «Χαρακτήρ ειλικρινής, θερμός, βαθέων θρησκευτικών πεποιθήσεων, εξαιρετικώς ριψοκίνδυνος. Χαρακτηριστικόν της βαθείας θρησκευτικότητάς του είναι το γεγονός ότι, ενώ ανέλαβε κατ’ αρχάς την εκτέλεσιν του αστυνομικού Πουλλή, την τελευταίαν στιγμήν ηναντιώθη η συνείδησίς του και άλλαξε γνώμην. Ο Διγενής, εις τον οποίον εξωμολογήθη τους λόγους, τον συγχώρεσε…».

Μιλά ο σύντροφός του Σάββας Παμπακάς

Ο Λένας τραυματίστηκε κρίσιμα στις 17 Φλεβάρη 1957 και είχε χαρακτηριστεί Πρόδρομος του Αυξεντίου, που έμελλε να γίνει κι αυτός με το ολοκαύτωμά του θυσία στον βωμό της λευτεριάς 15 μέρες αργότερα, στις 3 του Μάρτη, στο ιστορικό κρησφύγετο του Μαχαιρά. Δυο ήταν οι αυτόπτες μάρτυρες του κρίσιμου τραυματισμού του ήρωα, που του στοίχισε αργότερα τη ζωή: Ο Σάββας Παμπακάς, που τον συνόδευε, και η Παναγιώτα Θεοδώρου, μπροστά στα μάτια της οποίας εκτυλίχθηκε η συγκλονιστική εκείνη στιγμή. Ο αείμνηστος Παμπακάς, όταν μου εξιστορούσε το περιστατικό, έκλεισε τα υγρά από συγκίνηση καταγάλανα μάτια του, σημάδι πως αναπολεί τη μαύρη εκείνη στιγμή που έζησε και άρχισενα μιλά φανερά συγκινημένος:

«Οι Εγγλέζοι, οδηγούμενοι από τους προδότες Καραδήμα, Πιπίνο και Απόστρατο γυρνούσαν στην Ποταμίτισσα και τα γύρω χωριά. Ήταν φανερό ότι οι Εγγλέζοι ενεργούσαν βάσει προδοσίας κι έστηναν ενέδρες σ’ όλους τους αγροτικούς δρόμους και τα μονοπάτια, απ’ όπου υπήρχε ενδεχόμενο να περάσουν αντάρτες. Ενώ προχωρούσαμε οι δυο μας ρώτησα τον μακαρίτη τον Λένα αν έχει ταυτότητα μαζί του. Μου απάντησε ''όχι'' και συνεχίσαμε την κουραστική πορεία μας. Ήταν μια περίπου η ώρα μετά το μεσημέρι, όταν φτάσαμε στην τοποθεσία ''Λειβαδκιά''. Εγώ προπορευόμουν διότι ήξερα πολύ καλά την περιοχή, κι ο Λένας με ακολουθούσε από κοντά. Ήμασταν και οι δυο άοπλοι. Εκεί που προχωρούσαμε προσεχτικά, ακούσαμε ένα ''αλτ''. Αιφνιδιαστήκαμε, αλλά δεν χάσαμε την ψυχραιμία μας. Αντί να σταματήσουμε, είδα τον Λένα, που με ακολουθούσε μέχρι εκείνη τη στιγμή, να με προσπερνά τρέχοντας, οπότε άρχισα να τρέχω κι εγώ ακολουθώντας τον. Οι Εγγλέζοι, που παραμόνευαν, όταν μας είδαν να τρέχουμε, αντί να συμμορφωθούμε στο ''αλτ'', άρχισαν να πυροβολούν εναντίον μας. Τα πυρά τους ήταν καταιγιστικά. Ο Λένας προσπαθούσε να πηδήξει μια ξερόδομη, για να διαφύγει, αλλά τον έπληξαν οι εχθρικές σφαίρες. Τραυματίστηκε πολύ σοβαρά. Άρχισαν να τον εγκαταλείπουν οι δυνάμεις του και έπεσε. Εγώ συνέχισα αν τρέχω και γλύτωσα από θαύμα. Είχε μια μεγάλη ελιά εκεί που έτρεχα κυνηγημένος κι ίσως αυτή με προστάτευσε από θαύμα. Έτρωγε αυτή τις σφαίρες που προορίζονταν γιαμένα…».

Υγραίνονται τα μάτια του γηραιού αγωνιστή. Καυτά δάκρυα κυλούν... Πνίγεται η φωνή του. Είναι φανερά συγκινημένος και ψελλίζει: «Α, ρε άτυχε Στυλλή… Με ακούς, άραγε, τώρα που μιλώ για σένα;». Τον άφησα να πάρει μιαν ανάσα και μετά τον ρώτησα: «Έμεινε στον τόπο ο Λένας, σου μίλησε;».

Και μου απάντησε: «Ο Λένας ήταν τραυματισμένος πολύ σοβαρά και δεν μπορούσε να κινηθεί. Έπεσε κι έμεινε κάτω από τη δόμη, στον τόπο ακριβώς όπου τον ''γάζωσαν'' οι σφαίρες των στρατιωτών, που έπεφταν σαν χαλάζι. Στάθηκα τυχερός και τελικά γλύτωσα… Κάτι ψιθύρισε, αλλά δεν κατάλαβα. Σφάδαζε, όμως, από τους πόνους. Εγώ, όπως σας είπα, συνέχισα να τρέχω για να γλυτώσω. Δεν είδα εκεί που ήμουν κρυμμένος πίσω από την ελιά, πώς τον πλησίασαν, ούτε πώς τον μετέφεραν στην Ποταμίτισσα.. Την άλλη μέρα, όταν ήρθα στο χωριό, έμαθα ότι οι Εγγλέζοι τον μετέφεραν με φορείο στο χωριό και απ’ εκεί τον διακόμισαν στο στρατιωτικό νοσοκομείο Ακρωτηρίου, όπου υπέκυψε στα τραύματά του μετά από αρκετές μέρες, στις 28 Μαρτίου 1957».

Η Παναγιώτα Θεοδώρου

Η Παναγιώτα Θεοδώρου από την Ποταμίτισσα ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που είδε τον Λένα να πέφτει από τις εχθρικές σφαίρες, στην προσπάθειά του να διαφύγει τη σύλληψη και τον Σάββα Παμπακά να τρέχει για να γλυτώσει. Νεαρή κοπέλα τότε η Παναγιώτα, έβοσκε τις κατσίκες της εκείνο το πρωινό της 17ης του Φλεβάρη 1957, χωρίς ν' αντιληφθεί στους θάμνους την παρουσία των στρατιωτών στην περιοχή. Κρύβονταν αποβραδίς κι επιτηρούσαν αθέατοι κάθε κίνηση από τα χαράματα. Όπως θα πει αργότερα, κάποια στιγμή, που καθόταν και χάζευε γύρω, είδε τον Σάββα Παμπακά κι έναν νεαρό άγνωστό της να κινούνται με προφυλάξεις προς το μέρος της. Ξαφνικά, ενώ τους κοίταζε, άκουσε τους Άγγλους στρατιώτες να φωνάζουν «αλτ». Αυτοί αγνόησαν το παράγγελμα κι άρχισαν να τρέχουν για να διαφύγουν. Ταυτόχρονα, όμως, άρχισαν να πέφτουν και καταιγιστικά πυρά... Έντρομη η Παναγιώτα από τους πυκνούς πυροβολισμούς που έπεφταν δίπλα της παρακολουθούσε ακίνητη κι αμίλητη τον Παμπακά και τον άγνωστό της Λένα, που έτρεχαν για ν’ απομακρυνθούν. Εκεί που έτρεχαν, ο νεαρός προσπάθησε ν’ ανέβει σε μια ξερόδομη για να καλυφθεί. Στην προσπάθειά του αυτήν τον βρήκαν οι εχθρικές σφαίρες που έπεφταν αδιάκοπα. Έπεσε στο έδαφος σφαδάζοντας. Μέσα στους αφόρητους πόνους ακούστηκε να λέγει κάτι μισόλογα: «Παναγία μου, τα πόδκια μου». «Τα παιδιά μου είχε πει», έλεγε αργότερα ο Παμπακάς... Ακόμα και στην κρίσιμη εκείνη για τη ζωή του στιγμή, ο Λένας σκεφτόταν τα παλληκάρια του που έρχονταν στο στόμα του λύκου από τον Άη Μάμα. Ταυτόχρονα η Παναγιώτα είδε να ξεπετιούνται από τους θάμνους πολλοί στρατιώτες. Έντρομη πήρε τις κατσίκες της και γύρισε στο χωριό, όπου μετέφερε το μαύρο μήνυμα. Όπως μου είπε, όταν την επισκέφτηκα στην Ποταμίτισσα, δεν σβήνει ποτέ από το μυαλό της εκείνη τη στριγκλιά φωνή του «αλτ» και τους αφόρητους πόνους του Λένα που σφάδαζε. Αλήθεια, ξεχνιούνται τέτοιες στιγμές;

Στο μεταξύ, τόπος φρικτού μαρτυρίου ήταν για τον Λένα το νοσοκομείο Ακρωτηρίου, όπου τον είχα διακομίσει οι Βρετανοί. Προσπαθούσαν να τον κρατήσουν στη ζωή με τη φρούδα ελπίδα ότι θα τους αποκάλυπτε μυστικά. Μέχρι την εφημερίδα με την είδηση της θυσίας του Αυξεντίου τού πήραν, λέγοντάς του ότι όλα τέλειωσαν για την ΕΟΚΑ και καλά θα έκανε να τους αποκαλύψει πού κρύβεται ο Διγενής και όσα άλλα μυστικά γνώριζε για την «τρομοκρατική Οργάνωση». Μέχρι την τελευταία του στιγμή ο «Γίγαντας», ο «Κρουπ» της ΕΟΚΑ στάθηκε γρανιτένιος βράχος. Οι βασανιστές του δεν κατόρθωσαν να του βγάλουν λέξη.

Στο επόμενο: Η θυσία του Δημητράκη Χριστοδούλου και του Σωτήρη Τσαγκάρη.